θάρρος

θάρρος
Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908-41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910-22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913-41) του Χ. Χαραλάμπους, της Δράμας (1923) του Π. Κουτούπη, του Βόλου (1947-55) του Κ.Μάγερ, της Σύρου (1924-28 και 1934-38) του Ν. Γ. Βαρδαλίτη, του Ρεθύμνου (1911) του Μ.Κ. Ανδρουλιδάκη, της Πάτρας (1918) της Άκη Λάμια, της Έδεσσας (1929-32) του Γρ. Ιατρόπουλου, της Λαμίας (1934) του Ι. Κοντομήτρου, της Καβάλας (1942-44) κ.ά. μεταξύ των οποίων μία εκδιδόταν στην Κοζάνη και μία στη Σύρο και ήταν ιδιοκτησία Σ. Βαφία.
* * *
τό (AM θάρσος, Α νεώτ. αττ. τ. θάρρος, αιολ. τ. θέρσος, Μ και θάρρος και θάρρο, το, και θάρρος, ό)
1. τόλμη, αφοβία, ψυχικό σθένος (α. «επέδειξε μεγάλο θάρρος κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή» β. «προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει», Νικ.Χων.)
2. καθετί που προσδίδει τόλμη και αφοβία, η ελπίδα, η πεποίθηση, το στήριγμα
3. θράσος, απρεπής τόλμη, αυθάδεια, αναίδεια
νεοελλ.
1. οικειότητα λόγω στενής σχέσης («έχει το θάρρος με τον υπουργό»)
2. ελπίδα
3. εμπιστοσύνη
4. καλή πίστη
5. αυτοπεποίθηση
6. αλαζονεία
7. ανάπαυλα, άνεση χρόνου
8. φρ. α) (τυπική δικαιολογία) «λαμβάνω το θάρρος» — τολμώ
β) «παίρνω θάρρος» — ενθαρρύνομαι
μσν.
φρ. α) «της καρδιάς τα θάρρη» — γενναιότητα
β) «έχω το θάρρος μου εις κάποιον»
i) εμπιστεύομαι κάποιον
ii) ελπίζω σε κάποιον, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον
γ) «είς το θάρρος κάποιου» — υπό την προστασία κάποιου
δ) «εἰς θάρρος» — το πιο πολύ
αρχ.
1. τόλμη για κάποια πράξη («θάρσος τῶνδε», Αισχύλ.)
2. θάρρος εναντίον κάποιου («θάρσος πολεμίων», Πλάτ.)
3. πληθ. τά θάρση
αίτια θάρρους («θάρση βροτοῖς θεσφάτων ἀοιδαῖς», Ευρ.)
4. φρ. «μυίης θάρσος» — η απερίσκεπτη τόλμη τού Έκτορος (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. τού θάρσος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θάρρος — το ους 1. έλλειψη φόβου, ψυχικό σθένος, ανδρεία: Αντλώ θάρρος. – Δίνω θάρρος. – Αντιμετώπισε με θάρρος τον κίνδυνο. 2. οικειότητα: Πολύ θάρρος σου έδωσα. – Έχει πολύ θάρρος μαζί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάρρος — θάρσος courage neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… …   Dictionary of Greek

  • θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… …   Dictionary of Greek

  • θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • επιρρωννύω — (AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι] 1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.) 2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί… …   Dictionary of Greek

  • ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”